- τριώρυγος
- -ον, Ααυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριώρυγον — τριώρυγος of three stories masc/fem acc sg τριώρυγος of three stories neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριώρυγα — τριώρυγος of three stories neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek